ταχύμετρο

ταχύμετρο
Γεωδαιτικό όργανο, που χρησιμοποιείται στην ταχυμετρική χωρογράφηση, για τη μέτρηση των οριζόντιων και των κατακόρυφων γωνιών β και ν, των αποστάσεων δ και των υψών h μεταξύ του σημείου στάσης και του προσδιοριζόμενου σημείου.
* * *
το, Ν
1. φυσ. όργανο μέτρησης τής ταχύτητας περιστροφής ενός σώματος
2. (τοπογρ.) όργανο για την ταυτόχρονη οριζόντια και κατά ύψος αποτύπωση μιας περιοχής
3. στρ. όργανο μέτρησης τής ταχύτητας βλημάτων στο κοίλο τής κάννης όπλου ή πυροβόλου, καθώς και στον αέρα
4. τεχνολ. χιλιομετρικός μετρητής με τον οποίο είναι εφοδιασμένα τα οχήματα και με τον οποίο γίνεται μέτρηση τών διανυθέντων χιλιομέτρων καθώς και τής στιγμιαίας ταχύτητας τού οχήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tachymeter < ταχυ-* + μέτρον*. Η λ., στον λόγιο τ. ταχύμετρον, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Σκριπ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ταχύμετρο — το 1. γωνιομετρικό όργανο των τοπογράφων. 2. όργανο που μετράει την ταχύτητα αντικειμένων που κινούνται. 3. αυτογραφικό δρομόμετρο πλοίου, παρκέτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • οδοταχύμετρο — το διάταξη η οποία χρησιμοποιείται τόσο για τη μέτρηση τών αποστάσεων που διανύονται από ένα τροχοφόρο όχημα όσο και για τη μέτρηση τής ταχύτητας τού οχήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. odotachymetre < οδός + ταχύμετρο] …   Dictionary of Greek

  • ομαλογράφος — ο ειδικό ταχύμετρο που χρησιμοποιείται για τον ταυτόχρονο προσδιορισμό τής απόστασης και τής υψομετρικής διαφοράς μεταξύ δύο σημείων …   Dictionary of Greek

  • ταχυμετρικός — ή, ό, Ν [ταχυμετρία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταχυμετρία 2. αυτός που εκτελείται με ταχύμετρο («ταχυμετρική εργασία»). επίρρ... ταχυμετρικώς και ταχυμετρικά Ν κατά τρόπο ταχυμετρικό, με ταχυμετρία …   Dictionary of Greek

  • ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… …   Dictionary of Greek

  • τηλεταχύμετρo — το, Ν τεχνολ. συσκευή που προσδιορίζει από απόσταση την ταχύτητα ενός οχήματος, όπως είναι λ.χ. τα ραντάρ τής τροχαίας με τα οποία ελέγχεται η ταχύτητα τών οχημάτων στους δρόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. teletachymetre < τηλ(ε) * + …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”